τριανταμία κ. τριανταένα, απόλ. αριθμητ. [<τριάντα + μία (ένα)]. 1. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) είδος παιχνιδιού που παίζεται με μια ή με δυο τράπουλες των πενήντα δύο φύλλων, ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων που παίζουν: «κάθε παραμονή πρωτοχρονιάς μαζευόμαστε όλοι στο σπίτι του παππού μου και παίζουμε τριανταμία». (Λαϊκό τραγούδι: στάσου στο δεκατέσσερα που ειν’ τυχερό για σένα στο κάτω κάτω της γραφής, όταν μαζί μου κουραστείς, τράβα για τριανταένα). 2. ο αυνανισμός, η μαλακία: «όταν κάνει καιρό να πάει με γυναίκα, ας είναι καλά η τριανταμία»·
- μου πάει τρεις τριανταμία, βλ. λ. τρεις·
- το ρίχνει στην τριανταμία, αυνανίζεται, μαλακίζεται: «όταν κάνει καιρό να πάει με γυναίκα, το ρίχνει στην τριανταμία και ηρεμεί».